- καθάλλομαι
- καθάλλομαι (Α)1. πηδώ κάτω («καθαλόμενος ἀπὸ τοῡ ἵππου», Ξεν.)2. (για θύελλα) ορμώ προς τα κάτω, κατεβαίνω, ξεσπώ («ἥ τε καθαλλομένη ἰοειδέα πόντον ὀρίνει», Ομ. Ιλ.)3. ιατρ. έχω συστολές, συσπάσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + άλλομαι «πηδώ»].
Dictionary of Greek. 2013.